- βιοφθόρος
- βιοφθόροςdestructive of lifemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιοφθόρος — βιοφθόρος, ον (Α) αυτός που φθείρει τη ζωή, θανατηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + φθόρος < φθείρω] … Dictionary of Greek
βιοφθόρον — βιοφθόρος destructive of life masc/fem acc sg βιοφθόρος destructive of life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοφθόρα — βιοφθόρος destructive of life neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοφθόρε — βιοφθόρος destructive of life masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοφθόρου — βιοφθόρος destructive of life masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοφθόρους — βιοφθόρος destructive of life masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek